πλευροτρηματικοί

πλευροτρηματικοί
οι, Ν
ζωολ. τάξη σελάχιων χονδριχθύων που περιλαμβάνει τους καρχαρίες και χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη πέντε έως οκτώ βραγχιακών σχισμών στα πλάγια τού σώματός τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pleurotremata (< πλευρά + τρῆμα, -ατο «άνοιγμα, οπή»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”